Φιλί στην πατριαρχία
- Konstantina
- May 16
- 3 min read
Μια κριτική για την παράσταση «Σε φιλώ, Πέτρος» σε σκηνοθεσία Βασίλη Βηλαρά στο θέατρο Δίπυλον.

Η κωμική αυτή παράσταση είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης ξετυλίγεται η συνομιλία διά αλληλογραφίας μεταξύ του Πέτρου, ενός φοιτητή από την Πάτρα που σπουδάζει στην Αθήνα στο τέλος της δεκαετίας του 1970, με τη μητέρα του, μια στερεοτυπικά κλασική νοικοκυρά της εποχής.
Κύριο θέμα των γραμμάτων τους αποτελεί η απόφαση του Πέτρου να αποκαλύψει στην επαρχιώτισσα μητέρα του ότι είναι ομοφυλόφιλος, αλλά και η αντίδραση της. Ξετυλίγεται με αυτό τον τρόπο μια συνομιλία διά αλληλογραφίας στην οποία η μητέρα αντιδρά αδέξια, αδιάκριτα και ορισμένες φορές με μια αφελή αγένεια και με τον Πέτρο από την άλλη μεριά να προσπαθεί να της εξηγήσει αυτά που για εκείνον ηχούν αυτονόητα στα αυτιά του.

Η παράσταση ξεκινάει διαγράφοντας τον τέταρτο τοίχο με τον πρωταγωνιστή, συγγραφέα και σκηνοθέτη της παράστασης να εμφανίζεται ως ο εαυτός του και να κάνει μια μικρή εισαγωγή για τι θα δει το κοινό αλλά και τι ΔΕ θα δει. Σε αυτό το σημείο, τονίζει κωμικά ότι η συμπρωταγωνίστρια του και γνωστή σκηνοθέτις Λένα Κιτσοπούλου βρίσκεται σε αυτή τη παράσταση αποκλειστικά και μόνο ως ηθοποιός. Με αυτό τον τρόπο, μοιάζει να θέλει να ξεκαθαρίσει το τοπίο, αλλά και να δείξει ότι πρόκειται για δική του δουλειά, κάτι που ανακαλύπτει και μόνος του ο θεατής κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αν και ευφυής, ο τρόπος με τον οποίο «σπάνε» τον τέταρτο ορισμένες φορές εισπράττεται ως κάτι άβολο ή βεβιασμένο. Επίσης, αυτή η εναλλαγή από τους εαυτούς τους στους ρόλους και το αντίθετο συμβαίνει συχνά κατά τη διάρκεια του έργου, προσδίδοντας μια κωμικότητα αλλά και μια ταύτιση, χωρίς βέβαια να αναιρεί τις παραπάνω παρατηρήσεις. Σημαντικό είναι το ότι αυτή η εναλλαγή δεν μπερδέυει τον θεατή και είναι αρκετά ξεκάθαρη.
Αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την παράσταση το γεγονός ότι ο Βασίλης Βηλαράς σκηνοθετεί, παίζει (Πέτρος) και κάνει τη σύνθεση του κειμένου. Βέβαια, τα προσωπικά στοιχεία κυριαρχούν, κάτι που δημιουργεί στον αναγνώστη μια πιο εύκολη ταύτιση με την κατάσταση. Όσον αφορά το κείμενο, ήταν πολύ καλά δομημένο και έδινε μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης εκείνη την εποχή. Με δουλεμένους μονολόγους και βιωματική ματιά, το συναίσθημα δε θα μπορούσε να λείπει αλλά και ταυτόχρονα να δεν αποτελούσε υπερβολή.

Μια ενδιαφέρουσα ισορροπία διαφαινόταν στις παρουσίες των δύο αυτών πολύ διαφορετικών ηθοποιών και ιδιοσυγκρασιών: από τη μια η Λένα Κιτσοπούλου με τη διαχυτική και έντονη προσωπικότητας της και από την άλλη ο Βασίλης Βηλαράς με τη συνεσταλμένη και ντροπαλή προσωπικότητα του γεμίζουν τον χώρο και δημιουργούν μια αίσθηση ying και yang, μια πολύ όμορφα δομημένη αλληλοσυμπλήρωση. Ειδικά σε σχέση με τη σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου «Η Ορέστεια του Στρίνγκμπερκ» που παίζεται την ίδια περίοδο στο θέατρο Άνεσις, υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα με αυτή τη παράσταση, χωρίς να μειώνω καμία από τις δυο.
Όσον αφορά την ενδυματολογία (Δήμος Κλιμενώφ), είναι φανερή η αλληλεπικοινωνία που έχει με το κείμενο και τη σκηνικά. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί στην παράσταση, καθώς και των δύο πρωταγωνιστών τα κοστούμια είναι κόκκινα και τα σκηνικά (Δήμος Κλιμενώφ) ως επί το πλείστον. Τα ρούχα τους είναι απλά καθημερινά, ενώ το σκηνικό στην αρχή είναι μια εντελώς κενή κόκκινη σκηνή με κουρτίνα από πίσω. Προς το μέσο, όταν ανοίγει η κουρτίνα, υπάρχει μια μπανιέρα περιτριγυρισμένη από γλάστρες με φυτά, στην οποία ο Πέτρος πλένεται με τη βοήθεια της μητέρας του σε κάποια σημεία. Πολύ λειτουργική αποτελεί η επιλογή μπανιέρας αλλά και αυτή η «κάθαρση» που συμβολίζει, συνδυαστικά με την εξομολογητική συζήτηση τους.

Πολύ όμορφο στοιχείο που αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ των ηθοποιών και των ρόλων τους ήταν τα τραγούδια που ερμήνευσαν αλλά και οι πολύ άξια δουλεμένες διασκευές. Από Σάκη Ρουβά μέχρι Άννα Βίσση, τα τραγούδια «έδεσαν το γλυκό», αν και υπήρχε το μειονέκτημα της ηχογραφημένης μουσικής.
Κλείνοντας, έχω να πω ότι, δεδομένου των λίγων παραστάσεων που είχαν παίξει μέχρι που την είδα, το μόνο στοιχείο που έλειπε από την παράσταση ήταν να «κάτσει», να αποκτήσουν μια μεγαλύτερη οικειότητα με τη σκηνή και το κείμενο οι ηθοποιοί. Παρ' όλα αυτά, ήταν μια πολύ όμορφη και καλοδουλεμένη παράσταση με ισχυρό μήνυμα κατά της πατριαρχίας, αλλά και μια συνομιλία μεταξύ Πάτρας του 1977 και Αθήνας του 2025. Είναι μια παράσταση που σε «κρατάει» και αξίζει κάθε λεπτό της με το ευφυέστατο χιούμορ της αλλά και τα ζητήματα που τίθενται προς συζήτηση. Το προτείνω ανεπιφύλακτα και ειδικά μαζί με τους γονείς σας!

«Μόνο Παναθηναϊκός να μη γίνεις»
Ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη / Σκηνοθεσία: Βασίλης Βηλαράς
Δραματουργία: Λεμονιά Γιαννίρη
Μουσική: Ecati
Σκηνικά / Κοστούμια: Δήμος Κλιμενώφ
Φωτισμός: Βάσια Ατταριάν
Βοηθός Σκηνοθέτη: Lele
Βοηθός Ενδυματολόγου: Αγγελική Ανανγνωστοπούλου
Κατασκευή Σκηνικού: Βαγγέλης Δαλκιρανίδης
Φωτογραφίες / Τrailer: Χρήστος Συμεωνίδης
Γραφίστρια / Visual Design: Δήμητρα Παράσχου
Επικοινωνία: Ευαγγελία Σκρομπόλα
Παραγωγή: Constantly Productions & ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ
Ερμηνεύουν: Βασίλης Βηλαράς, Λένα Κιτσοπούλου