top of page

«Γνωρίζοντας» το Σλάντεκ με τη Λυδία Μπουρτσάλα!

  • Writer: Alexandra
    Alexandra
  • Feb 7
  • 6 min read


Η Λυδία Μπουρτσάλα, μέλος της παράστασης «Σλάντεκ», μας μιλάει για την παράσταση στην οποία συμμετέχει, μας μεταφέρει το κλίμα της και μας αναλύει το  πώς οι κοινωνικές συνθήκες που παρουσιάζονται στο έργο είναι πιο επίκαιρες από ποτέ στην εποχή του «politically correct».


Ο Ödön von Horváth το 1928 έγραψε το «Σλάντεκ», το οποίο απεικονίζει την άνοδο του φασισμού στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως την απεργάζεται ο παραστρατιωτικός «Μαύρος Στρατός». 

 

Ο Ödön von Horváth έγραψε το έργο το 1928, αλλά τα θέματα που θίγει είναι εξαιρετικά επίκαιρα. Πώς πιστεύεις ότι αντανακλώνται τα θέματα αυτά στην κοινωνία του σήμερα;


Είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά ιδιαίτερα έργα του Horváth. Πραγματεύεται θέματα τα οποία παραμένουν δυστυχώς επίκαιρα. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, βλέπουμε ότι οι άνθρωποι λόγω της ανεργίας, της φτώχειας, της κοινωνικής ανισότητας αισθάνονται προδομένοι από το σύστημα και στρέφονται σε ακραίες ιδεολογίες. Η δημοκρατία μπορεί εύκολα να απειληθεί όταν ο άνθρωπος χάνει την ελπίδα του. Είναι ανησυχητικό θα έλεγα ότι, σχεδόν έναν αιώνα μετά, πάθαμε και δε μάθαμε και βλέπουμε όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο μια ραγδαία άνοδο λαϊκιστικών και ακροδεξιών κινημάτων. Ο «Σλάντεκ» λοιπόν δεν είναι απλώς μια ιστορία του παρελθόντος, αλλά είναι ένας καθρέφτης της εποχής μας και μια προειδοποίηση για το μέλλον.


Το έργο ασχολείται με την άνοδο του φασισμού και την ωμή βία σε καιρούς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Πως αντιμετωπίζετε αυτή τη θεματική μέσα από τους ρόλους και τι θέλει να μεταδώσει ο σκηνοθέτης στο κοινό;


Νομίζω πως για όλους τους συντελεστές ένα στοίχημα είναι η συνεχής επαναδιαπραγμάτευση του κειμένου και κατ’ επέκταση του κάθε ρόλου χωριστά ως κάτι επικίνδυνα παροντικό και αληθινό αλλά και η ανάδειξη τόσο της ανθρώπινης πλευράς των χαρακτήρων όσο και της σκοτεινής διαδρομής τους προς τη βία. Δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε μονοδιάστατα τους χαρακτήρες του έργου αλλά να εξερευνήσουμε τους λόγους που τους οδηγούν σε ακραίες θέσεις. Η βία και ο αυταρχισμός δεν εμφανίζονται από το πουθενά· είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και οικονομικών αδιεξόδων που παρασύρουν τα άτομα στο να χειραγωγούνται σε επικίνδυνες ιδεολογίες. Ο Σλάντεκ, για παράδειγμα, και ο κάθε «Σλάντεκ» αυτού του κόσμου δε γεννήθηκε φασίστας· έγινε, μέσα από τις συνθήκες που τον περιβάλλουν και τις επιλογές που του δίνονται. Είναι θύτης, αλλά ταυτόχρονα και θύμα. Αυτό δε σημαίνει ότι δικαιολογείται η συμπεριφορά του, αλλά ότι μπορούμε να καταλάβουμε πώς και γιατί άνθρωποι σαν και αυτόν οδηγούνται στον φανατισμό και την βία. Όλοι σε αυτό το έργο με έναν τρόπο δικάζονται, από τους χαρακτήρες του έργου μέχρι και το ίδιο το κοινό, εκτός όμως από την Ανώτατη Εξουσία και όχι τυχαία.



Παρακολουθώντας κανείς το έργο, «βιώνει» συνθήκες που οδηγούν σε ακραίες επιλογές και πράξεις. Η κοινωνική πίεση μπορεί να οδηγήσει σήμερα σε μια παρόμοια κατάσταση;


Ζούμε σε μια εποχή όπου έχει δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για ακραίες ιδεολογίες πιο έντονα από ποτέ. Η ίδια η ιστορία έχει δείξει ότι, όταν επικρατεί ο φόβος, η ανασφάλεια και η ανάγκη για ταυτότητα, οι άνθρωποι στρέφονται σε πολιτικούς χώρους που προσφέρουν απλές μεν αυταρχικές δε λύσεις. Η παράσταση ανεβαίνει σε έναν μη θεατρικό χώρο, το Ινστιτούτο Γκαίτε. Η απουσία της τυπικής θεατρικής σκηνής κάνει την εμπειρία πιο άμεση και πιο σύγχρονη. Κυριολεκτικά η απόσταση μεταξύ ηθοποιού και θεατή σχεδόν εξαφανίζεται και γεννάται μια ζωντανή σχέση. Το κοινό δεν είναι απλώς παρατηρητής· είναι κομμάτι της παράστασης, μπορεί να βιώσει, θέλοντας και μη, τις συνθήκες που γεννούν την ακραία βία και να αναρωτηθεί... Μήπως αυτές οι καταστάσεις δεν είναι τόσο μακριά μας όσο νομίζουμε;


Το έργο, κατά έναν μεγάλο βαθμό, αναδεικνύει και το θέμα της φτώχειας και της κοινωνικής ανέχειας. Στο σήμερα, η φτώχεια και η κοινωνική ανέχεια θεωρείς ότι παίζουν καίριο ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις;


Φυσικά! Διότι οι κοινωνικές και γενικότερα οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται από το άγχος της επιβίωσης. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, οι σχέσεις τους μπορεί να γίνουν πιο τεταμένες. Στο έργο, η φτώχεια και η κοινωνική ανέχεια καθιστά τους ανθρώπους πιο ευάλωτους ως προς την χειραγώγησή τους και οδηγούνται σε ακραίες επιλογές. Αυτό ισχύει και σήμερα, με την οικονομική κρίση να διαμορφώνει τις κοινωνικές και πολιτικές μας σχέσεις. Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμα όλοι τις ίδιες ευκαιρίες και αυτό δημιουργεί θυμό, αποπροσανατολισμό και διχασμό.



Τι πραγματεύεται ο δικός σου ρόλος στο έργο και πως τον προσεγγίζεις, βάση του δικού σου χαρακτήρα; 

Εγώ εναλλάσσομαι ανάμεσα σε δύο ρόλους. Αρχικά εκπροσωπώ τον ρόλο της «Πατριώτισσας». Πρόκειται για μια γυναίκα που αφοσιώνεται σε μια ιδεολογία χωρίς να αμφισβητεί τις συνέπειές της. Ο ρόλος της στο έργο δείχνει πως ο φασισμός δεν προωθείται μόνο από τους ισχυρούς, αλλά και από «απλούς» ανθρώπους που γίνονται πρόθυμοι φορείς του. Προσπαθώ να εστιάσω στη διπλή φύση της -θύμα και ταυτόχρονα θύτης της προπαγάνδας- και να μην τη βλέπω μόνο ως μια φανατική γυναίκα. Στην αντίπερα όχθη, ενσαρκώνω και τον ρόλο της «Δεσποινίδος», μιας γυναίκας η οποία δουλεύει σε ένα χαμαιτυπείο με το φοβερό όνομα «Η παλιά αγάπη». Θα τη χαρακτήριζα ως μια δυναμική και στρατηγικά ευφυή γυναίκα που αντιλαμβάνεται ότι ζει σε ένα σύστημα που θέλει να την καταπιεί και χρησιμοποιεί το περιβάλλον προς όφελός της για να επιβιώσει. Ακόμα και σήμερα, οι γυναίκες παλεύουμε με τα πατριαρχικά πρότυπα, την εργασιακή εκμετάλλευση και τις κοινωνικές πιέσεις. Όπως εκείνη, έτσι και εγώ αναζητώ αυτονομία και φωνή σε έναν κόσμο που με θέλει αδύναμη. Μια φράση της που κρατάω: «Οι γυναίκες είναι η χαρά της ζωής».


Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες στον ρόλο σου;


Νομίζω με δυσκόλεψε περισσότερο ότι σαν άνθρωπος δε συμφωνώ ηθικά και ιδεολογικά με τον ρόλο της Πατριώτισσας, αλλά έπρεπε ερμηνευτικά να την προσεγγίσω με ειλικρίνεια, χωρίς να μου δημιουργούνται ενοχές και χωρίς να την κρίνω. Πρέπει να μπεις στο μυαλό του χαρακτήρα, να καταλάβεις τα κίνητρά του, ακόμα και αν δεν τα αποδέχεσαι και κυρίως να έχεις πλήρη κατοχή του νοήματος. Ο ηθοποιός πρέπει να θυμάται ότι δεν είναι ο ρόλος του· τον εκπροσωπεί, δεν τον υιοθετεί.


Πως βίωσες την εμπειρία της συνεργασίας πάνω σε ένα έργο με τόσο έντονο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο, σε αυτήν την πρώτη σου επαγγελματική δουλειά;


Είναι η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, μιας και αποφοίτησα από την Ανώτερη Δραματική Σχολή του Ανδρέα Βουτσινά τον Ιούνιο που μας πέρασε. Ο Θάνος Νίκας, που είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης, ήταν και καθηγητής μου στη σχολή και τον ευχαριστώ όχι μόνο για την εμπιστοσύνη αλλά και για τις συμβουλές, τις ευχάριστες ανησυχίες, την καθοδήγηση. Έχουν ανοίξει δρόμοι και κώδικες στο μυαλό μου πολύτιμοι, πάντα θα τους κουβαλάω και πάντα θα γυρνάω πίσω σε αυτούς. Νομίζω ότι οι πρώτες δουλειές και οι πρώτοι συνεργάτες σού αφήνουν διαφορετικό αποτύπωμα ως προς την εξέλιξή σου. Έμαθα όμως και πολλά από τους υπόλοιπους συντελεστές, τον Πάνο Αναγνωστόπουλο, τον Βύρωνα Αναγνωστόπουλο, τον Αλέξη Κότσυφα, την Δανάη Κλάδη και τον Θέμη Σουφτά. Είναι μεγάλη τύχη να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που από όλους έχεις να αποκομίσεις κάτι και να βλέπεις μια ομάδα ανθρώπων να ανθίζει μέσα από την δημιουργία μιας παράστασης. Όσον αφορά την θεματολογία του έργου, δε με φόβισε, γιατί πάντα με γοήτευε η έρευνα πάνω σε έργα και θέματα με έντονο πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο.



Ποια είναι τα συναισθήματα που σου προκαλεί προσωπικά, η θεματολογία του έργου; 


Ακριβώς επειδή το έργο βρίσκεται σε ένα διαρκή διάλογο με τη σύγχρονη επικαιρότητα, μου προκαλεί τεράστια ανησυχία, διότι με κάνει να σκέφτομαι αυτό το «η ιστορία επαναλαμβάνεται» που άκουγα από μικρή στα θρανία, αλλά και προβληματισμό πάνω στο γιατί οι κοινωνίες δε μαθαίνουν από το παρελθόν. Ωστόσο, το έργο μού γεννά και μια αίσθηση ευθύνης. Μου υπενθυμίζει ότι έχουμε χρέος ειδικά οι νέες γενιές να είμαστε σε εγρήγορση απέναντι στις κοινωνικές αδικίες και να αγωνιζόμαστε για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν θα αισθάνονται τόσο αβοήθητοι και ευάλωτοι σε επικίνδυνες ιδεολογίες.


Πως καταλήξατε στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου; Ως θίασο, σας φόβισε το πώς το κοινό θα «αγκαλιάσει» τη θεματολογία του έργου μέσα σε μια περίοδο του «politically correct»;


Η επιλογή του έργου έγινε από τον σκηνοθέτη μας, τον Θάνο Νίκα. Εμείς, σαν ομάδα, απλώς προσεγγίσαμε και συνεχίζουμε να προσεγγίζουμε το έργο με σεβασμό και εμβάθυνση. Όσο οι πρόβες κυλούσαν, όντως μας γεννήθηκε μια μικρή ανησυχία σχετικά με το πώς θα υποδεχτεί το κοινό την παράσταση, ειδικά σε μια εποχή όπου το «political correctness» επηρεάζει και τον δημόσιο διάλογο και την τέχνη. Αλλά στην τελική συνειδητοποιήσαμε πως ακριβώς αυτή είναι η δύναμη του θεάτρου: να προκαλεί σκέψη, να ανοίγει συζητήσεις και να φέρνει το κοινό αντιμέτωπο με δύσκολες αλήθειες. Από μόνη της η τέχνη είναι πολιτική πράξη. Ίσως κάποιοι να νιώσουν άβολα με τη θεματολογία, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το θέατρο έχει αξία όταν μας βγάζει από το «safe zone» μας και μας καλεί να αναλογιστούμε την πραγματικότητα γύρω μας.



Όπως αναφέρει λοιπόν και ο Ουμπέρτο Έκο, «ο ήρωας του Αιώνιου Φασισμού ανυπομονεί να πεθάνει και, στην ανυπομονησία του αυτή, συνήθως στέλνει στον θάνατο άλλους ανθρώπους». 

 

Αυτή είναι η ιστορία του Σλάντεκ και των συντρόφων του λοιπόν...


Ακολουθήστε την Ars Moriendi στο Facebook και στο Instagram & τη Λυδία Μπουρτσάλα στον λογαριασμό της στο Instagram

bottom of page